Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Όνειρο Θερινής Νυκτός



 Η απάντηση στην ερώτηση "πού βρίσκεται η Χονολουλού;" είναι σχετική. Και αυτό συμβαίνει επειδή στα τέλη του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα φτιάχτηκε ένα κτίριο σ' ένα παραθαλλάσιο οικόπεδο της Αγίας Τριάδας, μιά καλοκαιρινή ανάσα δρόμο απο την Θεσσαλονίκη.

                Ο μάστρο-Κάλλιας άρχισε να βάζει τα τούβλα το 'να πάνω στ' άλλο σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο πέριξ του άξονά του, κι όταν πιά είχε φτιάξει σε ένα ικανοποιητικό για εκείνον ύψος εμφανίστηκε ο αψηλός Μικρασιάτης εργοδότης του, καθόλου ικανοποιημένος απο το γεγονός οτι δεν είχε αφήσει πουθενά ανοίγματα για πόρτες και παράθυρα. "Μπρέ κιαρατά Κάλλια. Κι απο που θα μπαίνουμε μπρέ;"

                Κάπως έτσι φκιάχτηκε λοιπόν αυτό το κτίριο, με άμμο φερμένη απο την παραλία μαζί με τα κοχύλια της και την αρμύρα της, και με ελπίδες κι όνειρα και εύστοχες οικοδομικές παρατηρήσεις. Για τα θεμέλια του μή με ρωτάτε. Δέν ξέρω πού βασίστηκε, εκτός απο τις ελπίδες και τα όνειρα της οικογένειας που θα το ζούσε και θα το δούλευε.

                Προικό για την Άννα και τον Γιώργο, που ξεκίνησαν την μαζί τους ζωή όπως ξεκίνησε το χωριό να γίνεται το πιό εξωτικό καλοκαιρινό θέρετρο της περιοχής. εξωτικό το θέρετρο, εξωτικό και το όνομα του μαγαζιού: Χονολουλού.

                Το σχήμα που τελικά πήρε, με όλες τις πόρτες και τα παράθυρα στη σωστή τους θέση, εξυπηρετούσε έναν απλό σκοπό με πολύ λειτουργικό τρόπο. Μπρός μαγαζί και πίσω σπίτι, κι αργότερα απο πάνω 7  ενοικιαζζόμενα δωμάτια για να στεγάσουν τα καλοκαιρινά τερτίπια των παραθεριστών. Οι παραθερισταί.

                Την χρυσή εποχή της απλότητας, τα πρόσωπα των χωριανών καθερφιζόντουσαν στις καλογυαλισμένες Μπουίκ και Καντιλάκ που κατηφόριζαν αργά τους δρόμους προς τη θάλασσα κάτω απο τον καλοκαιρινό ήλιο. Κολλημένες πίσω απο τα τζάμια τους, εξ' ίσου αποσβωλωμένες μύες και παλάμες χάζευαν το δροσερό σκηνικό, με τα στραφταλίσματα της θάλασας ν' αντανακλάν πάνω στα μάτια και τους χουρχουριστούς ήχους των μηχανών να μπερδεύονται με το φλοίσβο.

Σιωπώντας οι μηχανές, άκουγες τα κλάκ απο τις πόρτες που άνοιγαν και απο μέσα έβγαιναν ηΤζίνα, η Τζέσυ, η Τζέφη και η Τζούλια. Και ο κύριος και η κυρία. Και η γκουβερνάντα. Και ο σωφέρ. Τα φουλάρια στο λαιμό ανέμιζαν για λίγο, μα σχεδόν αμέσως έπαυε η  ανάγκη για λούσα. Τα άφηναν όλα μέσα απο το κλάκ της πόρτας. Βγαίναν τα τακουνάκια, λύνονταν τα φουλαράκια, τρέχαν στο νερό τα κοριτσάκια, κι ο φλοίσβος τώρα σιγοντάριζε χαχανητά και πλατσουρίσματα.

Κατέβαινε κι ο απλός ο κοσμος, απο λεωφορεία κι απο κάρα κι απο κανένα κατσαριδάκι, κι απο καρότσς; φορτηγων κι απο τα καραβάκια, κατιφορίζοντας χωρίς να γυαλίζει τίποτ' άλλο πέρα απο τον ιδρώτα στα μέτωπα, βαστώντας μπόγους και βαλιτσάκια που τα κράδααιναν ανυπόμονα ώσπου να πατήσοουν αμμουδιά. Και πιά σχεδόν δέν ξεχώριζες ποιος είν' ο βιομήχανος και ποιός ο αγκομήχανος, ποιός είναι απο τζάκι και ποιός απο σόμπα ή μαγκάλι, γιατί πιά τρέχαν να ξεφύγουν απο την ζέστη εκεί που η δροσιά ήταν δωρεάν για όλους.

                Όλοι αυτοί λοιπόν πρώτα κολυμπούσαν, και μετά πεινούσαν, και δέ χρειαζόταν να πάνε μακριά, μιάς και ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο της Αγίας Τριάδας ήταν γεμάτο ταβέρνες, κι έμοιαζε με φερμουάρ ακτογραμμής με φαγητογραμμή, που έκλεινε γύρω στο μεσημεράκι. Μία απο αυτές ήταν και η Χονολουλού.

                Τραπεζάκια λευκά, ψάθινες καρέκλες στη λιακάδα ή κάτω απο το καλαμένιο υπόστεγο στην άμμο για να μή πιάνει ο καφτερός ήλιος τις παγωμένες μπύρες και τις γυαλιστερές καράφλες, και βουή απο κουβέντες και πηρούνια πουυ έκαναν κλάκα-κλούκα πάνω σε πιάτα. Και στο βάθος φλοίσβος.

                Στο πιό βάθος, μέσα στην κουζίνα της Χονολουλούς, άκουγες μονίμως ένα φσσσστ απο τις πετρογκάζ που τηγάνιζε η Άννα τα μύδια, τα καλαμαράκια, το γάυρο και τις πατάτες σε κάτι μεγάλες χάλκινες μαρμίτες μαύρες απο τη φλόγα. Πιό κεί μια μαντεμένια μασίνα με ξύλα για τα μαγειρευτά και τα φουρνιστά, που ο Πολίτης μαστρο-Θεόφιλος έκανε τα μαγικά του, και που είχε το χούι να μην αφήνει κανένα γκαρσόνι να σερβίρει φαγητό που έπρεπε να ξεκουραστει για να δέσουν οι γεύσεις, όσο κόσμο και άν είχε το μαγαζί, παρά στεκόταν απο πάνω με μια κουτάλα και τους κοπάναγε τα χέρια άν έκαναν να τ' απλώσουν. Όταν έφευγε πιά απο ένα μαγαζί, τους έφτιαχνε ένα φαγητό που έκανε δυό μέρες να ετοιμαστει και ήταν λέει φουρνιστο και είχε και ψάρια μέσα, κι ήταν ότι πιό νόστιμο είχανε φάει ποτέ τους.

                Και έτσι ξένοιαστα πέρναγαν τα χρόνια, που τα μετρούσαν όχι με τη βδομάδα ή με το μήνα, αλλα με τη σεζόν. Και φτιάχτηκε και πλάζ, και πίστα πατινάζ, και γράφτηκαν τραγούδια για κορίτσια που φορούσαν τυρκουάζ, κι ο Γιώργος έγινε κυρ-Γιώργος και η Άννα κυρ-Άννα.

                Στις σχάρες ψηνόντουσαν τα ψάρια και τα χταπόδια, και τα κρεατικά, που η κυρα- Άννα τα γύριζε με τα χέρια κι έλεγες, πώς διάολο δέν καιγόταν. ένα χοντρό κούτσουρο κοπής για τα κρέατα, με τη σατίρα του και το μπαλτά του για να κόβεις και να μαλακώνεις τις μπριζόλες, και μια αλουμινένια μηχανή του κιμά με μανιβέλα για να φτιάχνουν τα λουκάνικα και τα σουτζουκάκια, αλλά και τα φοβερά και τρομερά εκείνα μπιφτέκια, που όμοιά τους δεν ξαναβρίσκονται ποτέ. Ήταν, όπως έλεγε και ο κυρ-Γιώργης όταν ήθελε να σου δώσει να καταλάβεις οτι κάτι ήταν πρώτης τάξεως, «εφάμιλλα των Αθηνων».

                "Μπιφτέκι εκ μόνου κιμά", έλεγε ο κατάλογος. Για να φτάσει να το λέει όμως, είχε μιά φορά φτάσει ένας νεαρός εβραίος στο μαγαζί και ζήτησε δουλειά γκαρσόνι βαθιά μέσα στη σεζόν, που δεν είχε άλλες θέσεις η Χονολουλού. "Δεν έχω βρέ δουλειά να σου δώσω", του λεγε ο κυρ-Γιώργος. Τον παρακάλαγε εκείνος, και επέμενε, μ' ένα πρόσωπο όλο μάτια. Σκούρα τα πράματα, όταν βάλεις στο ίδιο δωμάτιο έναν ανοιχτόμυαλο άνθρωπο και έναν πειστικό, και μιάς και ο κυρ-Γιώργος ήταν καλύτερος άνθρωπος απο ότι ήταν επιχειρηματίας, τον κράτησε γιατί τον λυπήθηκε κι ας μη χρειαζόταν παραπάνω χέρια. Κι όταν τέλειωσε η σεζόν, ο νεαρός εβραίος πήγε και τον έπιασε να τον ευχαριστήσει. “Μάστορα, μ' έδωσες ψωμί να φάω όταν το είχα ανάγκη και με πήρες παραπανίσιο, και τώρα εγώ θα σε δώσω κάτι που θα φάς κι εσύ πολύ ψωμί απ΄αυτό". Και του υπαγόρεψε μια συνταγή για μπιφτέκια, που την έγραψε σ ένα τεφτεράκι «ΑΣΤΗΡ», κι είχε μέσα κιμά απο ΧΧΧΧΧΧΧ και ΧΧΧΧΧΧΧ και ΧΧΧΧΧΧΧ, ΧΧ γραμμάρια ΧΧΧΧΧ, ΧΧΧ γραμμάρια ΧΧΧΧΧ και ΧΧ γραμμάρια ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, και το ζύμωνες ώσπου να γίνει σα λάστιχο, και μετά έπλαθες ένα ένα τα μπιφτέκια και τα πάταγες ώσπου να γίνουν φαρδιά σάν πιάτα, και το τελευταίο το συστατικό δεν το έβαζες μές τον κιμά, αλλά χωρίς αυτό δεν είχε καμία αξία.

                Αυτά τα αγγελικά πλασμένα μπιφτέκια έμπαιναν σ ένα τεράστιο για παιδικά μάτια κόκκινο ψυγείο βιτρίνα που έμοιαζε σα να είχε σκεμπέ, και χώριζε την κουζίνα απο τη σάλα του μαγαζιού, κι είχε απο πάνω ένα λευκό μάρμαρο όπου επάνω ακουμπούσαν τα κρασιά, και μέσα εκεί άν έχωνες την μύτη σου μύριζε πάντα τζατζίκι, καθώς ανάμεσα στα λογής λογής πράγματα που δροσίζονταν μέσα στον σκεμπέ του ήταν κι ένα μεγάλο τάπερ τόσο άσπρο όσο το τζατζίκι που περιείχε.

                Το τζατζίκι, όπως και οι σαλάτες, ήταν δουλειά του κυρ-Γιώργου, που ακόμα και στο σπίτι, στα γιορτινά τραπέζια και τις οικογενειακές μαζώξεις τον έβλεπες να το φκιάχνει πάντα αυτός, σε μια τελετουργία που ολοκληρωνόταν πατώντας το μ ένα πηρούνι σ ένα μακρόστενο πιατάκι για να κάνει κυμματάκια, με μια ελιά στη μέση και λίγο ελαιόλαδο απο πάνω. Στη χωριάτικη, όταν ήθελε να περιποιηθεί ιδιαίτερα κάποιον πελάτη, έκοβε τη ντομάτα σε λεπτές φέτες αντί για ακαθόριστα κομμάτια, κι έστηνε ένα πιάτο που έμοιαζε με τεράστιο μεζέ.

Εκεί στο πόστο για τις σαλάτες ήταν πάντα ένα σακκουλάκι με κάτι ελιές τόσο νόστιμες, που και να μην είχες καμία δουλειά να περάσεις απο εκεί μπροστά, πέρναγες ψλαχνοντας κάτι μέσα στην κουζίνα που ούτε εσύ ο ίδιος δεν ήξερες τι ήταν, μόνο και μόνο για να τσιμπήσεις μία, και μία στο γυρισμό. Αμφίσσης, νομίζω.

Το άλλο πόστο του κυρ-Γιώργη ήταν οι λογαριασμοί, που τους έκανε σ ένα γραφείο που έμοιαζε με δασκάλου, γκρί σιδερένιο με πράσινη δερμάτινη επιφάνεια και ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπες όταν έμπαινες στο μαγαζί καθώς βρισκόταν στο κέντρο της σάλας. Η μάλλον, το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν η φαλάκρα του, καθώς σχεδόν πάντα ηταν σκυμμένος πάνω απο κανένα τεφτέρι. Αυτή τη φαλάκρα, με κάποιο περίεργο τρόπο κατάφερνε συνέχεια να την κοπανάει σε κανένα ντουλάπι ή σε ότι άλλη διαθέσιμη και αδιάθετη γωνία υπήρχε, και γι αυτό είχε μονίμως κάποιο σημαδάκι επάνω. Νόμιζες πιά, πως άν είχε μαλλιά, δέν θα την κοπάναγε ποτέ.

                Όταν δέν τραυμάτιζε την φαλάκρα του στις γωνίες, έκανε και τα ψώνια για το μαγαζί. Φρέσκο ντόπιο ψαράκι, λαχανικά απο τον πλανόδιο με το φορτηγό που αντί να διαλαλεί τί πούλαγε, τραγουδούσε, και μόλις άκουγες το κινητό του μπουζουξίδικο έβγαινες να ψωνίσεις, κι άμα ήθελε ο κυρ-Γιώργης να του κάνει παράπονα για την ποιότητα των φρούτων, τον ρώταγε να του πεί τί είναι πιο φτηνό, τα πεπόνια γιά τα κολοκύθια, για να ξέρει τι να αγοράζει, αφου την ίδια γεύση ειχαν.

                Κάποια πιό εκλεκτά πράγματα τα ψώνιζε απο την Θεσσαλονίκη. Εϊχε μια Φλορέτα που την φόρτωνε με κάτι καλαθούνες και γύριζε απο μαγαζί σε μαγαζί για να διαλέξει το κάθε πράγμα κι απο άλλον έμπορο στο Καπάνι και τη Μοδιάνο. Έτρωγε και μια μπουγάτσα στο αγαπημένο του μαγαζί και γύριζε στη Χονολουλου, να συντονίζει τα γκαρσόνια και να φροντίζει να μη μπερδεύονται ο ένας στα πόδια του άλλου.

                Μπερδευονταν καμιά φορά και οι γραμμές, και το μεγάλο κόκκινο τηλέφωνο που έμοιαζε λές και είχε φάει ένα καρπούζι ολόκληρο γιατί όλο το κάτω μέρος του ήταν η κοιλάρα για να τρώει τα κέρματα του κερματοδέκτη του, χτυπούσε και ποτέ δεν ήξερες ποιόν θα ζητήσουν να βρούν στη Χονολουλού. Σήκωνε το ακουστικό ο κυρ-Γιώργος:

-          Ποιόν; Τώωωρα αυτός....πάει.

-          Τί πάει;

-          Πέθανε.

-          Πέθανε; Πότε;!

-          Προχθές είχαμε τα σαράντα.

Έκλεινε το τηλέφωνο και έσκαγε στα γέλια.

                Είναι φοβερό πόσο κέφι και όρεξη για αστεία έχεις μέσα στη φούρια της δουλειάς, κι ο κυρ-Γιώργος δεν έχανε ευκαιρία. Μια φορά, κάποια πελάτισσα που έμενε σ ένα δωμάτιο στη Χονολουλού, τους έφτιαξε κρέμ καραμελέ και τους πρόσφερε να τους γλυκάνει, μα φαίνεται πως το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί για εκείνο το γλύκισμα είναι πως του λείπαν 99 δραχμές για να γίνει κατοστάρικο. Τι να πούν, οτι δεν ήταν νόστιμη; «Μμμμμμμμμμμ τι ωραίαααα....» έλεγαν απ έξω τους και απο μέσα σφάδαζαν. Εν τω μεταξύ, ένας πλανόδιος πωλητής λουκουμάδων που θα ταν-δε θα ταν 13-14 χρονών, άφηνε την μεγάλη ποσότητα λουκουμάδων πίσω στην αυλή της Χονολουλούς και ανεφοδίαζε το δίσκο του μόλις τους πουλούσε. Φαίνεται οτιπήγε για ανεφοδιασμό και άφησε τα λεφτά του δίπλα στην κούτα με τους λουκουμάδες και τα ξέχασε. Πήγε ο κυρ-Γιώργος να πάρει έναν τενεκέ πατάτες και τα είδε και τα πήρε. Κατάλαβε οτι το παιδάκι τα ξέχασε, και επειδή ήταν Κυριακή στην καρδιά του καλοκαιριού και ο κόσμος ήταν πολύς, κάποιος θα τα έπαιρνε. Σε λίγο ήρθε το παιδάκι στο μαγαζί με τα κλάμματα. «Θείο έχασα τα λεφτα μου.», κλαψούρισε. Και ο κυρ-Γιώργος:«Τί κλαίς ρε χαζέ. Εδώ, εμείς κρέμ καραμελέ έφαγαμε και δεν κλαίμε. Εδώ τα έχω τα λεφτά σου». Κι ενώ το παιδάκι έκλαιγε και γελούσε ταυτόχρονα, όλοι κυλιόντουσαν στα πατώματα απο τα γέλια, απο την κουζίνα μέχρι τη λάτζα, και το παιδάκι που δεν ήξερε τί ακριβώς είχε συμβέι, μάλλον τους περασε για τρελούς.

                Εκείνα τα πατώματα, ήταν διακοσμημένα με ένα χρωματιστό μωσαικό με κάτι μεγάλους ρόμβους και κύκλους εδώ κι εκεί και κάτι άλλα σχέδια στα χρώματα του μαρουλιού,της πάπρικας και του τζατζικιού. Περίεργο πώς αποτυπώνεται στο μυαλό μια ανάμνηση με τον ήχο και την εικόνα δεμένα τόσο σφιχτά. Το μωσαικό και το φσσσσσστ απο τις πετρογκάζ, που δε σταματούσαν ποτέ όταν λειτουργούσε το μαγαζί. Άν βρεθείτε σήμερα στο ταβερνάκι «Αριστοτέλους» στο Βοσπόρειο Μέγαρο και καθίσετε στο μοναδικό τραπεζάκι μπορστά απο το ψυγείο-βιτρίνα τους, θα καταλάβετε τί εννοω. Ϊδιο μωσαικό, ίδιος ήχος και ίδιες μυρωδιές.

                Τί μυρωδιές ήταν αυτές. Ακόμα και η ψωμιέρα, που ήταν σάν συρταροντούλαπο (μόνο έτσι μπορώ να περιγράψω τον τρόπο που άνοιγε), μοσχοβολούσε ψωμί. Ϊσως είχαν ποτίσει τα ξύλα μυρωδιά, ίσως πάλι ήταν που είχε πάντα ψωμί μέσα, δεν ξέρω. Δίπλα της ήταν μια βρύση μονίμως ιδρωμένη στη ζέστα του καλοκαιριού, μιάς και απο κάτω της είχε ένα ψύκτη πιό παλιό ίσως και απο τη μαντεμένια μασίνα. Αθάνατα πράματα. Έβγαζε ένα νερό τόσο παγωμένο, που νομιζες οτι ερχόταν όχι απο τον ψύκτη, αλλά απο τις Άλπεις. Σ αυτόν τον ψύκτη κατέφευγαν πολλές φορές διάφοροι κορακιασμένοι λουόμενοι απο την παραλία, ζητώντας νερό. «Βόντα, βόντα», οι Σέρβοι. «Νέμα βόντα, νέμα βόντα», ο κυρ-Γιώργος. «Υδροπικίαση θα πάθετε, κιαρατάδες», αγανακτούσε μέσα στη φούρια της δουλέιάς. Αυτοί δεν τον καταλάβαιναν, και μάλλον ούτε αυτός καταλάβαινε οτι η υδροπικίαση δε σχετίζεται με την κατανάλωση νερού.

                Με τόση δουλειά, αρκετή κατανάλωση νερού  γινόταν και στη λάτζα, που ήταν ένα μικρό δωματιάκι στο πισω μέρος της σάλας φτιαγμένο ένα παράξενο ξύλο, κάτι σαν πλακέ χωρίς κόντρα. Απ έξω είχ εμια ταπετσαρία πολυτελείας, κι απο μέσα έβλεπες τα δοκάρια και τα σανίδια. Για να μπέις, περνούσες δίπλα απο ένα βρυσάκι μ ένα νεροχύτη μικρό σα φλυτζάνι κι ένα καθρεφτάκι για να πλένονται τα γκαρσόνια, κι άνοιγες μια πορτούλα που ήταν γατζωμένη μ ένα μακρύ ελατήριο για να επανέρχεται στη θέση της όσο πιό αυτόματα γινόταν, κι έκανε έναν ήχο λές και γρατουζνούσες ακτίνες ποδηλάτου με πηρούνι. Μέσα μύριζε πούλπα, που ήταν ένας επαγγελματικός πολτός πλυσίματος πιάτων που δύμιζε κατίκι ανακατεμένο με άμμο, κι ο Γιωργάκης ο λατζιέρης δέν μπορούσε να πεί πολτό και τό λεγε μπουλντόγκ. «Κυρ-Γιώργο, τελείωσε το μπουλντόγκ». Άν ανέβαινες πάνω στον πισινό πάγκο της λάτζας, κανείς δε θα παραξενευόταν, μιας και εκεί το σουρεαλιστικό αρχιτεκτονικό μυαλό του μαστρο-Κάλλια είχε φτιάξει μια πόρτα που οδηγούσε πίσω στο σπίτι, για να μη χάνεις χρόνο ούτε για να κάνεις το γύρο του μαγαζιού όταν έπρεπε να γυρίσεις απο την ξεκούρασή σου. Σκαλίτσα δεν μπήκε ποτέ, κι έτσι η πόρτα απλά έχασκε στον αέρα, στην μέση της απόστασης μεταξύ ταβανιού και πατώματος.

                Πίσω το σπίτι είχε και μια όμορφη μικρή αυλή όπου φύτρωναν διάφορα ζαρζαβάτια και φρούτα, με μιά μεγάλη τζιτζιφιά που είχε φυτευτεί μαζί με το κτίριο, και που ο γείτονας της έριχνε πετρέλαιο όταν δεν τον έβλέπε -ή νόμιζε οτι δε τον έβλεπε- κανείς, γιατί του έκοβε τη θέα στη θάλασσα, και στο βάθος μια μαγική βυσσινιά που μάλλον ήταν λερναία. Ένα βύσσινο έκοβες, δύο έβγαιναν την άλλη τη μέρα. Και με τόσα βύσσινα. Δώστου η κυρα-Άννα να φτιάχνει γλυκό, και ποτό σε κάτι μεγάλα βάζα που λιάζονταν στα περβάζια, και βυσσινάδα, και τάρτες, και παντού πιά στην κουζίνα του σπιτιού έβλεπες βάζα με βύσσινα σε διάφορα στάδια και μορφές.

                Δίπλα στην μαγική βυσσινιά ήταν η παράγκα, που την λέγανε παράγκα γιατί αυτό ακριβώς ήταν. Εικεί κοιμούνταν τα γκαρσόνια, κι αργότερα όταν έγινε αποθήκη, ακόμα υπήρχαν σφηνωμένα κάτι πακέτα Marlboro που τα έκανε συλλογή ο Λάκης το γκαρσόνι, αυτός ο ίδιος που διασκέδαζε τα εγγόνια του κυρ-Γιώργου και της κυρα-Άννας κάνοντας σαπουνόφουσκες με τον καπνό απο τα τσιγάρα του, συνδυάζοντας το παιδικο με το αντρικό χούι.

                Εκεί στην αυλή ξεκουραζόταν όταν προλάβαινε και η κυρα-Άννα, με το αετίσιο της μάτι που είχε ενα εκπληκτικό λογισμικό αναγνώρισης υποψήφιων πελατών για τα δωμάτια. Όχι μόνο σε έβλεπε απο μακρια και καταλάβαινε οτι έψαχνες δωμάτιο, αλλά μάντευε και την εθνικότητά σου, και σε χαιρετούσε στη γλώσσα σου ρωτώντας άν ψάχνεις δωμάτιο. Πρίν απο σάς, για σας.

                Εκεί που δεν έφτανε το αετίσιο μάτι της, έστελνε τα εγγόνια αντιπροσώπους. «Πήγαινε να δείς Βαγγελάκη, τί παρέες έχουν τ’ αλλα τα μαγαζια», καμιά φορά όταν είχε λιγότερη δουλειά απο το αναμενόμενο. Ήθελε να ξέρει αν δέν είχε κόσμο γενικά ή ειδικά. Μια, δυο τρείς, στο τέλος ο Βαγγελάκης ήξερε και πήγαινε να δεί τί γινόταν γύρω γύρω χωρίς να του το ζητήσει, και έδινε την αναφορά του.

                Καλοδεχούμενη βέβαια και η ανάπαυλα καμιά φορά. Τότε υπήρχε η ευκαιρία να γίνει και τίποτα εκτός προγράμματος, όπως όταν ερχόταν η Βλαχοπούλου, που έμενε δίπλα στα δωμάτια της κυρα-Ζαφειρίτσας για να φάει μακαρονάδα. Ζήταγε να φτιάχνει τη σάλτσα μόνη της, και πήγαινε μαζί με την κυρα-Άννα στην κουζίνα κι έβαζε μεσ’ την κατσαρολα κιλά ολόκληρα ντομάτες, και τις έβραζε και τις έβραζε και τις έβραζε μέχρι που δεν έμενε ζουμί και γινόταν ένας πηχτός πολτός, που δέν ήξερες τί ήταν περισότερο, πεντανόστιμος, μοσχοβολιστός ή χάρμα οφθαλμών;

                Αυτή η κυρα Ζαφειρίτσα, που φιλοξενούσε την κυρία Ρένα, έφτιαχνε τα πιό νόστομα τόστ που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νούς, γιατί τα βουτύρωνε αδιάκοπα μέχρι που γινόντουσαν τραγανιστα σα πατατάκια, και θυμόταν λέξη προς λέξη όλα τα ποιήματα του σχολείου της, και ήξερε πάντα τί καιρό θα κάνει κοιτάζοντας τα σύννεφα ή απο τον τρόπο που πονούσαν τα κόκκαλά της, και φορούσε όλο κάτι ρόμπες με  μικροσκοπικά σχεδιάκια και κάτι παντόφλες που έκαναν φρουκ-φρούκ καθως τις έσερνε.

                Ο κυρ-Γιώργος, τις ώρες αυτές τις ανάπαυλας έπαιρνε καμιά τη βάρκα του τη Μελίνα και έναν μπλέ στρόγγυλο κουβά και πήγαινε σ ένα μέρος, που το έβρισκε ευθυγραμμίζοντας το τάδε δέντρο με την τάδε βουνοκορυφή και το τάδε βυζί στην παραλία, όπου βρισκόταν βυθισμένο ένα αεροπλάνο που κάποια στιγμή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θέλησε να δοκιμάσει τις ικανότητές του ώς υποβρύχιο. Σαν υποβρύχιο δέν τα κατάφερε και τόσο καλά, όμως είχε γίνει μιας πρώτης τάξεως ψαροφωλιά, κι έτσι ο κυρ-Γιώργος γύριζε με τον κουβά του γεμάτο ώς πάνω σκουμπριά, και καμια ζαργάνα αν τύχαινε. Αυτά τα σκουμπρία η κυρα-Άννα τα έκανε γούνες, δηλαδή τα ανοιγε στα δύο και έβαζε απο πάνω ντοματα και κρεμμύδι και τα έψηνε στα κάρβουνα. Δεν περιγράφω άλλο.

                Τα βράδια πιά, κατα τις δύο, που τελείωνε η δουλειά, άν περνούσες απ έξω απο την Χονολουλού άκουγες γέλια και ξεκαρδίσματα. Ήταν η ώρα που φεύγει η υπερένταση και το παραμικρό προκαλούσε σπαστικά γέλια. Η κυρα-Άννα έφτιαχνε κακάο με νουνου για τα εγγόνια της και τους το βαζε σε κάτι κοντόχοντρα άσπρα φλυτζάνια που κι αυτά έμοιαζαν σα να είχαν σκεμπέ και το χερούλι τους ήταν σαν γαμψή ανάποδη μύτη, και πρίν τον ύπνο πίσω στο σπίτι παρά την κούρασή της, έβρισκε κουράγιο να τους πεί παραμύθια με χρυσά μήλα, πριγκήπισες και νεράιδες, που τα χε μάθει απο τον πατέρα της τον Χουρμούζη, τον ψηλο μικρασιάτη που έκανε τις οικοδομικές παρατηρήσεις με τις πορτες και τα παράθυρα. Ο κυρ-Γιώργος ήξερε μόνο ένα παραμύθι, αυτό με τον ελέφαντα και το ράφτη, αλλά ποτέ δε χόρταινες να το ακούς.

                Μεγαλώνοντας στην Χονολουλού, πώς να μην γίνεις γευσολάγνος και φαγητοπαγής; Πώς να μη συνδέσεις την γεύση με τη ζωή, και τη ζωή με τη γεύση, κι όχι μόνο για φαγητό. Μπορεί να μην ήμασταν απο τζάκι, ήμασταν όμως απο κουζίνα. Η απάντηση λοιπόν στην ερώτηση «που βρίσκεται η Χονολουλού:», είναι σχετική. Κι αυτό συμβαίνει επειδή ακόμα και σήμερα, η γεύση της βυσσινάδας μου φέρνει στο νού πολλά περισσότερα απο όσα θα μπορούσα ποτέ να περιγάψω με λόγια.

                Τί απέγινε, μή με ρωτάτε. Δεν ξέρω, εκτός απο θεμέλιο της ζωής όσων μεγάλωσαν εκεί. Ακούς, παππού; Ακούς, γιαγιά;



Δεν υπάρχουν σχόλια :